εὔζωνα

εὔζωνα
εὔζωνος
well-girdled
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευζωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εύζωνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ευζωνικό στρατιωτικό τμήμα από εύζωνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”